ανακριβολογία

ανακριβολογία
η
1. έλλειψη ακριβολογίας, ορθότητας και ακρίβειας στους λόγους
2. έλλειψη κυριολεξίας, ακυρολεξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον παιδαγωγό Αριστοτέλη Κουρτίδη (1858-1928)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακριβολογία — η η έλλειψη ακριβολογίας: Η ανακριβολογία ήταν μέσα στο χαραχτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ανακριβολόγος — ο, η 1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες 2. αυτός που δεν κυριολεκτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”